|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πριμιτιβιστής? — — ερεβώδης — θύμωμα — ξυλοκοπώ — παρθενωπός — διασκορπίζομαι — διακορευτικός — εγκλητικός — έντεκα — χηνοτρόφος — εξωγαμία — κρεοφαγία — παγοποιητικός — αναρρίπτω — μονοπλάνο — ξέβγαλμα — θέσπισμα — δεκτικός — δασμολογία — ξορίζομαι — εικοσιτετράωρο — μωρουδέλι |
|||