|
η дверь; ворота; === ~ κεκλεισμένων (ανοικτών) τών ~ών — при закрытых (открытых) дверях; πολιτική (τών) ανοιχτών ~ών — политика открытых дверей; πρό τών ~ών — очень близко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дверь? — θύρα как на (ново)греческом будет слово ворота? — θύρα как с (ново)греческого переводится слово θύρα? — дверь, ворота — βούρδουλας — ασκοπήρα — βαμμένος — γεροξεκούτης — νομισματολόγος — εντεροκήλη — ανακτορικός — οιστρογονοθεραπεία — φαλαινοθηρικός — δαφνέλαιο — κουμκάν — αναμφισβήτητα — δυστύχημα — υπογραμματέας — κανένας — τζίγκος — διαχέω — αμφιβληστροειδίτιδα — στρατιώτης — αναρρίπτω — νήμα |
|||