|
ο мор. буй, буёк; бакен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово буй? — σημαντήρας как на (ново)греческом будет слово буёк? — σημαντήρας как на (ново)греческом будет слово бакен? — σημαντήρας как с (ново)греческого переводится слово σημαντήρας? — буй, буёк, бакен — στουπένιος — έσπασα — λευκοσιδήρους — σαύρα — γερνάω — υγροταξία — υπεροπλία — πακέτωμα — εχέμυθος — έξωμος — αποστάλαγμα — ακοόμετρο — σκλαβώνω — τουφεκίδι — γροσουλαρία — περίγελως — γειτονόπούλα — ευνοούμενος — ψουνιστής — αποστακτήρας — εμβρίθεια |
|||