|
η прислуга, домработница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прислуга? — ξενοδουλεύτρα как на (ново)греческом будет слово домработница? — ξενοδουλεύτρα как с (ново)греческого переводится слово ξενοδουλεύτρα? — прислуга, домработница — απαράβαλτος — γνωσιμαχώ — κίναιδος — ισλαμισμός — κοκαΐνη — μάνα — γλέντι — αφηνιασμένος — Αιγύπτιος — σταλιδώνω — λιποτάκτης — δύτης — αξίνιστος — ναρκοσυλλέκτις — ποντικοκτόνος — οππορτουνιστής — κλάδο — μυριστικά — καρδιολογία — ραχιαλγία — πορτάρω |
|||