|
мед. апоплексический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово апоплексический? — αποπληκτικός как с (ново)греческого переводится слово αποπληκτικός? — апоплексический — περιποιητικότητα — σεληνογραφικός — ξαγορεύω — κολεγιόπαιδο — ευμεταποίητος — χιονοβολή — ξaμπελίζω — αυτοπροσωπογραφία — σταθμίζω — ασκητικά — ρημάδα — όρχις — ρωγμή — γρανιτόστρωση — εξαετία — στρεβλώνω — ανοικοδομικός — απολεπίδωση — χαλάρωμα — ρεκλαμάρισμα — διαξύω |
|||