|
пасхальный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пасхальный? — αναστάσιμος как с (ново)греческого переводится слово αναστάσιμος? — пасхальный — ανεμορραγία — μοναδικότητα — ξεχασιά — ασπρολίθι — μαινάδα — ακορόϊδευτος — σταλικώνω — στατήρας — χιονομάζα — γυρτός — αλφάβητος — μπέκρού — ξεδιψω — ελέφαντας — στραγγαλισμός — ξελέω — φουβού — μεταβολισμός — εικοσαριά — βαθμίδα — βοτανίζω |
|||