|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατοικημένος? — — ισχυρογνωμοσύνη — ποτενσιόμετρο — καταγραφέας — πλατομέτωπος — αθέλητα — βαρυγγωμώ — απογυμνίωνω — αχωνεψιά — μουσούδι — αποζημιώνω — γένι — δευτεροετής — γραμματιζούμενος — ηλιοκεντρικός — ρευστοποιώ — χρυσοχέρης — βιβλιοθήκη — αγρονομία — νηστήσιμος — δακτυλιώτης — ασκορπιστός |
|||