Новогреческий словарь
καραβοκύρισσα
καραβοκύρισσα
η 1)
владелица судна
;
2)
капитан судна
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
владелица судна
? —
καραβοκύρισσα
как на
(ново)греческом
будет слово
капитан судна
? —
καραβοκύρισσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
καραβοκύρισσα
? — владелица судна, капитан судна
#
(ново)греческий словарь
—
γκαβωμάρα
—
ευθύδικος
—
αιματώδης
—
αρνοκάτσικα
—
θλιβερός
—
κεραύνιος
—
ακτίνιον
—
διαπιδυτικός
—
μηλειός
—
προπεμπτήριος
—
χαζοβιόλης
—
φασαρίας
—
χρωματίνη
—
αφακέλλωτος
—
ξένοιαστος
—
πυελοστομία
—
πικετοφορία
—
πελαγοδρομία
—
βρωμόχνοτος
—
περιποιέμαι
—
ξέμετρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве