Новогреческий словарь
έβην
έβην
αόρ. от βαίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
έβην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ραχιαίος
—
αποχτηνώνω
—
δεντρόψειρα
—
ακραξόνιο
—
ασβεστοπώλης
—
ευθυγραμμίζομαι
—
φουστίτσα
—
θεριακώνω
—
πρωτοκολλώ
—
σιδηροτροχιά
—
προγυμνάσιο
—
μπαστουνόβλαχος
—
ζαβάγρα
—
χειρομάντισσα
—
ετυμολόγηση
—
ακομψία
—
τροχοπέδιλο
—
σκακκίστρια
—
μηδική
—
σκιρώ
—
ασχημομούρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,