έβην

формы словаβ
έβην
αόρ. от βαίνω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово έβην? —


αγαλάχτιστοςαγγελοβαρεμένοςηγέτιδαμονάσεμνάμεταρρυθμιστήςαποδελτιώνωπαρατηρώπολωσίμετροδροσολογάωοικοδέσποινακαβαλλάρηςσημαίνωκατελώδιπλότυποςγέριπεντάεδροξεκούτιασμααυτονυκτίυποστατόςκυριαρχικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit