|
αόρ. от βαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έβην? — — αγαλάχτιστος — αγγελοβαρεμένος — ηγέτιδα — μονά — σεμνά — μεταρρυθμιστής — αποδελτιώνω — παρατηρώ — πολωσίμετρο — δροσολογάω — οικοδέσποινα — καβαλλάρης — σημαίνω — κατελώ — διπλότυπος — γέρι — πεντάεδρο — ξεκούτιασμα — αυτονυκτί — υποστατός — κυριαρχικός |
|||