Новогреческий словарь
έβην
έβην
αόρ. от βαίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
έβην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
νερουλάς
—
κοκκαλώνω
—
διαφόριση
—
κατσαρομάλλης
—
χρίω
—
ιλιγγιώ
—
τσιμπολόγος
—
λατινόφρων
—
δυσκατέργαστος
—
αλαζόνας
—
λυσσομανία
—
τσίνισμα
—
ευκατόρθωτος
—
ζώνη
—
λογιστική
—
απρόληπτος
—
πρωτοπορία
—
ταχογράφος
—
γραμματεύς
—
τριήμερο
—
άφτερος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве