|
η бессонница πάσχω από ~ — страдать бессонницей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бессонница? — αϋπνία как с (ново)греческого переводится слово αϋπνία? — бессонница — χρυσόλιθος — νοσηλευτήριο — ξεσκέπασμα — αμυγδαλιά — αντίταξη — άτοπο — αχυροκόπι — πυρά — φιλόξενα — ακτινοβόλημα — βυζάστρα — εμφυλιοπολεμικός — διαμαγνητικός — Ρουμελιώτης — άκωλος — αλγησις — αμπαλάρισμα — παιδεμός — τωόντι — συγκεκριμένος — ταίριασμα |
|||