|
ο проволочник, волочильщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проволочник? — συρματουργός как на (ново)греческом будет слово волочильщик? — συρματουργός как с (ново)греческого переводится слово συρματουργός? — проволочник, волочильщик — γυναικόμορφος — θωρακοβαρις — αμφιρρέπω — κολιαντρίζω — αντικλείδι — βωμός — δεκαπεντάωρος — απόβαλμα — κακόθυμος — Βουλευτικό — ειρηνευτικός — εντομοβριθής — επάνωθεν — ψιθυριστής — επαίτης — γούβι — πληρωμένος — αμπελοφθόρος — σκλήθρος — γκαζόζα — απαδειάζω |
|||