|
мериться (силой и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мериться? — αντιμετριέμαι как с (ново)греческого переводится слово αντιμετριέμαι? — мериться — γροθοκοπώ — ροδοδάφνη — ματαιοσπουδία — αντιτάσσομαι — μεταγωγικός — μάνητα — μυριάδα — φαγιάντσα — αμπροσταίνω — ξυλοβιομηχανία — ποδηλατιστής — μελισσαριό — αγγελιάζομαι — φέλπα — αλάτινος — τσακώνομαι — αδαμάντινος — αδραχτά — κουρούπης — αντιαεροπορικός — νοσηρά |
|||