|
принесённый; привезённый; ~ απ' έξω — импортный, ввезённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово принесённый? — φερμένος как на (ново)греческом будет слово привезённый? — φερμένος как с (ново)греческого переводится слово φερμένος? — принесённый, привезённый — ατόφιος — προσμειγνύω — στενογραφικά — ανανούριστος — ξέπεσμα — νερομάννα — αχρημάτιστος — ομομήτριος — καννίβαλος — σπαρταριστός — επιλεκτικός — γουβαδάκι — οικοδομικός — αλογήσιος — δυσδιάβατος — διαμάχομαι — ξυπώ — αχαρακτήριστος — φόρτε — ξεσπιτώνομαι — ανεκδοτολογία |
|||