|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρωτοδιοριζόμενος? — — Βρεττανός — σωληνάκι — χονδρική — σέρα — μυθολόγημα — τουλούμι — εξευρετικός — κατηγορητήριο — διορθώσεις — ξανθιά — πατήρ — ολιγάρκεια — ουρηθροσκόπιο — νηπιοκομικός — μπρούντζος — συναλλάσσομαι — ανταξιώνω — ονειροπόλος — αγκίστρωμα — χυλώνω — αέτωμα |
|||