Новогреческий словарь
πρωταθλήτρια
πρωταθλήτρια
η
рекордсменка; чемпионка
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рекордсменка
? —
πρωταθλήτρια
как на
(ново)греческом
будет слово
чемпионка
? —
πρωταθλήτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωταθλήτρια
? — рекордсменка, чемпионка
#
(ново)греческий словарь
—
καμποχώρι
—
λάρναξ
—
παραψυχολογικός
—
αμμίτης
—
άδεντρος
—
χορτασμένος
—
καπνοπώλης
—
κωπηλάτισσα
—
αδίστακτα
—
κυπαρίσσι
—
υπερένταση
—
γυάλινος
—
τραπεζομάχαιρο
—
σουφλέ
—
Ρούσος
—
ξεκαρδιστικός
—
ξυλάρμενος
—
διαπληκτισμός
—
ανακοίνωση
—
πτερνίζω
—
γαριάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,