Новогреческий словарь
ελμινθοκτόνος
ελμινθοκτόν|ος
глистогонный
;
~ον φάρμακον — глистогонное средство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глистогонный
? —
ελμινθοκτόνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελμινθοκτόνος
? — глистогонный
#
(ново)греческий словарь
—
Νοέμβριος
—
αρίθμητος
—
χρονολογικός
—
φραγκοράφτρα
—
ψυχικός
—
ατσαλώνομαι
—
αλευροσάκκι
—
αλαζονικός
—
βραχιόλι
—
υαλοειδής
—
παρασύρω
—
σεργιάνισμα
—
ξεκλώθω
—
ηλεκτροστατική
—
θράκα
—
άπταιστα
—
ταμπόν
—
προφθάνω
—
ανεύρυσμός
—
ξυλοτόμος
—
μικρό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве