|
(-ίδος) η клейстер (из крахмала) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клейстер? — μαζαλίς как с (ново)греческого переводится слово μαζαλίς? — клейстер — πεντάφωτος — εκδόσιμος — κοκκάλα — φαλίδο — μεταμοντερνισμός — στιχοπλόκος — λογχομαχία — δωδεκάς — ζιζυφιά — ατμολουτήρας — πατσίτσες — περιάνθιο — λίτρα — τρούλος — πυρόμετρο — ματσουκώνω — Ιγγλέζος — ωκεανάριο — μαρτιάτικα — επικόλληση — βουκώνω |
|||