|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρπισμένος? — — εξηγητής — ακύμαντος — μεθαύριο — χάος — βαγιόκλαδο — βαράθρωση — σκυθρωπός — κλουβιαίνομαι — ρεμβάζω — επιμίσθιο — χοντροκάμωτος — φέρσιμο — λούσιμο — ξεποδαριάζω — Γ — χαμοκουκιά — εξάλμισις — χρωματική — ασυστόλως — όσφρηση — φαβορίτα |
|||