Новогреческий словарь
καταναγκαστικός
καταναγκαστικός
1)
принудительный
;
~ά μέτρα — принудительные меры
;
~ή εργασία или τά ~ά (έργα) — принудительные работы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
принудительный
? —
καταναγκαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταναγκαστικός
? — принудительный
#
(ново)греческий словарь
—
πιεσμένος
—
φουχτωσιά
—
ενόργανος
—
τάπητας
—
φαρμακολογία
—
μέλιγος
—
διοπτήριο
—
καλαθιάζω
—
ποδοκρότημα
—
γυναικίσια
—
παρεγκεφαλιδικός
—
αμαρτάνω
—
σατινέτα
—
πεθαίνω
—
πνιγούρα
—
οξυγώνιος
—
αμέσως
—
τραχωματικός
—
απροβούλευτος
—
φτώχεμα
—
ξετσίπωτα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,