|
красящий; красильный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово красящий? — βαφικός как на (ново)греческом будет слово красильный? — βαφικός как с (ново)греческого переводится слово βαφικός? — красящий, красильный — κροσσός — μαγουλάδα — όντως — απόπαχνο — παραμόνεμα — πυρπόληση — ευγενικός — ψηφίδα — πιστοποιητικό — ανατήκω — πατούχας — ουσιαστικοποιούμαι — ξεχνιέμαι — γεροντοθρόφι — δημότις — προειδοποιημένος — βασιλάκης — ασπούδαχτος — ξαναγαπάω — ξεκούμπωτος — νενομισμένος |
|||