|
η (спец.) снеголом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снеголом? — χιονορραγία как с (ново)греческого переводится слово χιονορραγία? — снеголом — χολιάω — αποτσιπωσιά — πωρί — κεράκι — τριτότοκος — οργίλως — ξεφωνημένος — φαλαιναλιευτικός — απανθρωπιά — πάγκρεας — ζεματίζομαι — ξαναπαντρεύω — δηλώσιμος — ανατυλίσσω — νεύριασμα — φαλτσέττα — απλόχερο — βουβαίνομαι — λεπιδωτός — ρέγγα — υπηρετομεσίτρια |
|||