Новогреческий словарь
χιονορραγία
χιονορραγία
η (спец.)
снеголом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снеголом
? —
χιονορραγία
как с
(ново)греческого
переводится слово
χιονορραγία
? — снеголом
#
(ново)греческий словарь
—
αγουρέλαιο
—
ζώ
—
ούρλιασμα
—
ευγενικός
—
ανεπιφύλαχτα
—
γύπας
—
λεχρίτης
—
χειραμάξιον
—
ασθμαίνω
—
παρεγκεφαλιδικός
—
οινοπώλης
—
μέγας
—
βεγιέζα
—
σακκούλιασμα
—
ξεκαμωμός
—
ευμήκης
—
θεοποιώ
—
μονημερίτικος
—
πανωσέντονο
—
ξενολατρία
—
μέ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве