|
(-οδός) ο косолапый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косолапый? — βλαισόπους как с (ново)греческого переводится слово βλαισόπους? — косолапый — διμηνία — προσεχτικός — κληματόβεργα — υφασματεμπόριο — ισόχωρος — υπεξαίρεση — κελέκι — ξύπνιο — ελαφροποινίτισσα — υστερικός — ντερμπεντέρικα — εγκλιτικό — σιγαρόχαρτο — χαϊμαλί — διαφεντεύτρα — ξερράβω — μαθητούδι — κορόϊδο — πονάκι — κυματογράφος — θεσπισμένος |
|||