|
η воен. отделение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отделение? — ενωμοτία как с (ново)греческого переводится слово ενωμοτία? — отделение — μπάς — επίχριση — αλεσμένος — γουδοχέρι — οπτασία — σχολνάω — εκπλέκω — λάγανον — σχήμα — γενεάδα — παρείσφρηση — αλειτουργησία — αποικοδόμηση — εξωφρενών — απανωσιά — κολώνα — συχνο- — ακριβοταγίζω — γαϊτάνωμα — κάσκα — άστειφτος |
|||