|
1) ещё, пока; όχι ~ — ещё нет, пока нет; δέν είναι ~ καιρός — ещё не время; ~ είναι νωρίς — ещё рано; 2) ещё (вдобавок); ~ καλύτερα — ещё лучше; ~ μιά φορά — ещё раз; ~ καί — даже; καί άν ~ — если (бы) даже; ~ καί τώρα — даже сейчас; ~ κι' αυτός ήρθε — даже он пришёл; === γέρασες κι' ~ μυαλό δέν έβαλες — [phrase]до старости дожил, а ума не нажил[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ещё? — ακόμα как на (ново)греческом будет слово пока? — ακόμα как на (ново)греческом будет слово ещё? — ακόμα как с (ново)греческого переводится слово ακόμα? — ещё, пока, ещё — χιλιαπλάσιος — εκφωνώ — γαβαθιάρης — βρουχίζω — σιμίτι — προτραπεζίτης — πουρνάρι — επιγαμία — ανέγνωμα — τραχύφωνος — οινοπνευματοποιήσιμος — φαγεδαίνωση — αχρειολογία — λιβελλογραφώ — νταλκαβούκης — ωκεανολογικός — αγωνοθέτης — γλύκα — γαλβανίζομαι — μονοκρατορικός — ετήσιος |
|||