|
αόρ. от επέρχομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επήλθα? — — ζεμπούλι — χτενίστρα — ανακαθισμένος — αγγελοζωγράφιστος — κονάκι — φάλαγγα — ξεμουρλαίνω — ταίς — στριφτάλι — ποικιλόχρωσις — αναβρυούσα — τυραννοκτονία — αποκοίμισμα — συντεχνιακός — γαλατερό — αναβλητικώς — αλφαβητίζω — μουσαφίρισσα — μυξιάρικο — ρυμουλκούμενος — χορηγητής |
|||