|
ο мельник === θεωρία επισκόπου καί καρδία ~α — погов. [phrase]внешность обманчива[/phrase]; όλοι κλαίνε τόν πόνο τους (или ο καθένας τόν πόνο του) κι' ο ~ τ' αυλάκι — погов. [phrase]у кого что болит, тот о том и говорит[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мельник? — μυλωνάς как с (ново)греческого переводится слово μυλωνάς? — мельник — αφτιασίδωτος — Μ — αυτοσυσταίνομαι — πιπίλισμα — μοντερνοποίηση — βαθύρριζος — λεπίδα — απολησμονώ — λέρωμα — μελανότης — πασσάλειμμα — ματά — αλατοχημεία — μουστακοφόρος — τέταρτος — νιάτα — συντοπίτισσα — μοσχάτο — ξεγυμνώνω — εβονίτης — επιλέγω |
|||