Новогреческий словарь
μυλωνάς
μυλωνάς
ο
мельник
===
θεωρία επισκόπου καί καρδία ~α — погов. [phrase]внешность обманчива[/phrase]
;
όλοι κλαίνε τόν πόνο τους (или ο καθένας τόν πόνο του) κι' ο ~ τ' αυλάκι — погов. [phrase]у кого что болит, тот о том и говорит[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мельник
? —
μυλωνάς
как с
(ново)греческого
переводится слово
μυλωνάς
? — мельник
#
(ново)греческий словарь
—
όψη
—
ασωπασιά
—
ανθρωπόφοβος
—
ανέμπιστος
—
οδοντογλύφανο
—
πάγκοινος
—
μισαλλοδοξία
—
αθωράκιστος
—
σύναπαντώ
—
μπαταρία
—
μπαρκάρισμα
—
υαλότοιχος
—
τσαϊέρα
—
ετερότροπος
—
φουσάτο
—
επιπλοποιός
—
εμβολή
—
μεταλλαγμένος
—
μπουρτζόβλαχος
—
παλμικός
—
εγγονάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω