επιτελείο

формы словаβ
επιτελείο
το штаб;
          γενικό ~ — генеральный штаб;
          ~ πλοίου — офицерский состав корабля



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово штаб? — επιτελείο
как с (ново)греческого переводится слово επιτελείο? — штаб


πετροπόλεμοςαπίδιεσπεριδοειδήφουντούκιασχόλαστοςκαλαμένιοςαεροπλανοφόροιμάμηςραδιοηλεκτροτεχνίαυπερβαίνωενοχοποιώχρυσοτέχνηςμετεωρολογώπροσομοιώνωνεώτεροςωστόσοάθεροςυπερθερμίαπεντηκοντάκιςδυσπορηγόρητοςαλκαλιούχος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit