|
биол. автотомия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автотомия? — αυτότμηση как с (ново)греческого переводится слово αυτότμηση? — автотомия — αγροίκητος — αμυγδαλόλαδο — προδότρια — αποσχηματίζω — ακαθάριστος — σεμνός — ασθματικός — πειθώ — λεπτολόγος — πρεσβυωπία — συνηλικιώτις — διασταυρούμενος — χασαπόσκυλο — μπάσκετ-μπώλ — κορφή — ντολμάς — μαχαιροθήκη — γλωσσοκοπιά — αναφέρομαι — λιποθυμώ — ερωτηματολόγιο |
|||