Новогреческий словарь
νεοσσεύω
νεοσσεύω
высиживать
(птенцов)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
высиживать
? —
νεοσσεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
νεοσσεύω
? — высиживать
#
(ново)греческий словарь
—
αισθηματάκι
—
μπάσιμο
—
θρασομανώ
—
συμφύρομαι
—
επιφυλάσσω
—
ανεπαίσχυντος
—
αγαλμάτινος
—
αγγελόκορμος
—
πενθήμερος
—
ξεσκόνισμα
—
πρόβλεψη
—
στρατονομία
—
χρονικός
—
εναπόθετος
—
ανεκμετάλλευτος
—
σουλτανικός
—
σειέμαι
—
χεσμένος
—
λογγώνω
—
ἧττα
—
ψιλοκομμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,