|
высиживать (птенцов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высиживать? — νεοσσεύω как с (ново)греческого переводится слово νεοσσεύω? — высиживать — κατάστρατα — αυγομάννα — οργανωτής — αμεταμέλητος — ονοματοθετώ — αδάκρυτα — πολύχρονος — αμήτωρ — πιλοτικός — πρωτόδικος — εμποιώ — ιρρασιοναλισμός — πρυτανεία — εξορία — αφουγκριέμαι — θωράκισμα — ταξιάρχης — βατσινάρισμα — ευθυτενής — δεξιότητα — ολοός |
|||