|
не боящийся щекотки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не боящийся щекотки? — αγαργάλητος как с (ново)греческого переводится слово αγαργάλητος? — не боящийся щекотки — συνδρομήτρια — ευτυχισμένο — υπερευπαθής — αντιστένομαι — ξελαφρώνω — περιβρέχω — αργιλικός — δηλοποιώ — αλαφροκαύκολος — γαργαριστός — ανασηκωτός — υπάρχω — νάμα — διαμοίρασμός — αυστηρότητα — εύληπτος — βιγλάτορας — άτσαλα — χόντρεμα — ευκολόγνωρος — αλληλομάχος |
|||