|
ο, τό электролит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электролит? — ηλεκτρολύτης как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτρολύτης? — электролит — χοντρούτσικος — κοχλιοειδής — πλησιέστερος — δοντού — αποτείνω — βενζίνη — υπομονή — ακατέργαστος — πολυτίμητος — πολεμοχαρής — σαρκασμός — πυρηνώδης — ανδρακλας — φαλτσογωνιά — μαθητώ — αντίκρυ — δαψίλεια — κατηγοριάρης — βυτιοποια — ενδοστρέφεια — τουφεκιά |
|||