|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκπληρωμένος? — — υδροφράκτης — καθοδηγητής — ώστε — ενδοψία — συγκεκριμενοποίηση — δίπλιασμα — κελαϊδάω — ξενώνω — πράσο — πικροκαρδισμένος — αμεμούρι — αιματοφοβία — αρχικομματάρχης — πριγκιπάτο — επιμελώς — εξωνημένος — φωτοζιγκογρσφία — συμφωνόληκτος — κατσαρωτός — κρανένιος — αυλών |
|||