|
неукреплённый, незащищённый; ~ες πόλεις καί χωριά — мирные города и сёла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неукреплённый? — ανωχύρωτος как на (ново)греческом будет слово незащищённый? — ανωχύρωτος как с (ново)греческого переводится слово ανωχύρωτος? — неукреплённый, незащищённый — ακόνιστος — εκταφή — ψαράδικος — ένδυσις — συμφωνόληκτος — μετασάλεμα — παρατεταγμένα — ποδηλατάδικο — διαπραγματεύσιμος — πλωτάρχης — αγόρευση — προστιμάρισμα — κανταδόρικα — μήνιγγος — ξεμυαλίζω — υποσημειώνομαι — γαϊδουροφόρτωμα — γιαγλί — μεσοκαιρίτισσα — σάγουλα — προσχώρηση |
|||