Новогреческий словарь
ανωχύρωτος
ανωχύρωτ|ος
неукреплённый, незащищённый
;
~ες πόλεις καί χωριά — мирные города и сёла
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неукреплённый
? —
ανωχύρωτος
как на
(ново)греческом
будет слово
незащищённый
? —
ανωχύρωτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανωχύρωτος
? — неукреплённый, незащищённый
#
(ново)греческий словарь
—
ψιλογραφία
—
αρωμάτιση
—
πανέρι
—
αφροστεφανωμένος
—
αλγηση
—
καψίδιασμα
—
γαιανθρακοφορτίον
—
ενστικτώδης
—
ερρινίζω
—
μυραλοιφή
—
διπλογράφος
—
απρόφθαστος
—
δάκνω
—
φετφάς
—
τοιχωρυχία
—
αχτιδοβόλος
—
ρεφερέντουμ
—
αναγέλασμα
—
καθίζω
—
ανάρμεγος
—
εξαργορώσιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,