ακαλλώπιστ|ος

формы словаβ
ακαλλώπιστ|ος
1) не украшенный (чём-л.);
2) перен. сухой (о речи, стиле)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово не украшенный? — ακαλλώπιστος
как на (ново)греческом будет слово сухой? — ακαλλώπιστος
как с (ново)греческого переводится слово ακαλλώπιστος? — не украшенный, сухой


τυπομανίααναμαλλιασμένοςεμπόριονομιναλισμόςυπογραμμόςπολύβουοςεπίπλουςεπισκύνιονσαγηνεύτριαεκκεντρικότητααρμπορίζωισόγειοςαντικαθεστωτικόςσυμπεριφορισμόςδιασκεπτικόςανάκουφοςαναλαμβάνωπροσδεκτόςδιάτηξιςαιθεροειδήςοράμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit