|
1) не украшенный (чём-л.); 2) перен. сухой (о речи, стиле) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не украшенный? — ακαλλώπιστος как на (ново)греческом будет слово сухой? — ακαλλώπιστος как с (ново)греческого переводится слово ακαλλώπιστος? — не украшенный, сухой — τυπομανία — αναμαλλιασμένος — εμπόριο — νομιναλισμός — υπογραμμός — πολύβουος — επίπλους — επισκύνιον — σαγηνεύτρια — εκκεντρικότητα — αρμπορίζω — ισόγειος — αντικαθεστωτικός — συμπεριφορισμός — διασκεπτικός — ανάκουφος — αναλαμβάνω — προσδεκτός — διάτηξις — αιθεροειδής — οράμα |
|||