|
устилать, усыпать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово устилать? — ανθοστρώνω как на (ново)греческом будет слово усыпать? — ανθοστρώνω как с (ново)греческого переводится слово ανθοστρώνω? — устилать, усыпать — επάνω — μαδαροκέφαλος — σεισμολογία — ακονώ — κρουπιέρης — δεξιόστροφος — μυχός — Ρωμαία — προσβάλλομαι — τελωνίζω — άνανθος — απτέρωτος — ομορφονιός — πρωτόκολλο — ξεφωνώ — σταχτόπανο — θηλαίος — αναξιοπρέπεια — χαίνω — τράγιος — μπλόκ |
|||