|
η 1) погрузка; 2) навьючивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово погрузка? — φόρτωση как на (ново)греческом будет слово навьючивание? — φόρτωση как с (ново)греческого переводится слово φόρτωση? — погрузка, навьючивание — αναθλίβω — κακοδιαθεσία — άοκνος — βαρδαβέλα — προσγειωμένος — φρονηματισμός — αφηνιασμένος — ούφ — αμφίτομος — αυτοσχεδιαστικός — σένια — θρούς — δικρανώ — μεσοσαράκοστο — θρομβολυτικό — απαράσκευος — σχιστός — τροπώνω — νηματουργείο — διχρονίζω — λιοκάθισμα |
|||