|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μερίς? — — ασυνεχής — συγχρονοσκόπιον — χαρτί — μάραμα — καζίκι — βιβλιεκδοτικός — υπό — αμάνδρωτος — δοξαστός — εγγλεζομαθημένος — ομαλός — ιλυόεις — άνυδρος — εθισμός — ωφελιμισμός — γλάστρα — προπονητής — γραμμοφωνητζής — ασανσέρ — ανυψώνω — ελληνίστρια |
|||