|
1) вялый, слабый; 2) грам. безударный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вялый? — άτονος как на (ново)греческом будет слово слабый? — άτονος как на (ново)греческом будет слово безударный? — άτονος как с (ново)греческого переводится слово άτονος? — вялый, слабый, безударный — περιπαικτικώς — ανατοκισμός — προσραφή — ναυτασφάλεια — αστρονομία — παιδοψυχολογικός — μούγκρισμα — ξηροπόταμος — αδιάβροχος — αμονάρχητος — μουφλούζεμα — αποφρακτήρας — μεγαλοφώνως — μονοήμερος — αλευρόσιτα — αποίκιση — εξιλεώνομαι — ενδέχεται — αναστατώνοντας — μαγμόσφαιρα — ανωφέλητος |
|||