|
(αόρ. διεπυθόμην) разузнавать, расспрашивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разузнавать? — διαπυνθάνομαι как на (ново)греческом будет слово расспрашивать? — διαπυνθάνομαι как с (ново)греческого переводится слово διαπυνθάνομαι? — разузнавать, расспрашивать — εμβρυογενής — κερένιος — τροχήλατος — πλαταίνω — εξακοσάρι — αντικαθολικός — παραίτηση — κατευναστικός — τεκνοκτονία — ναυτολογικός — αρωματοποιός — δαμασκηνάτος — σπόρισμα — αντιστικτικά — συσχέτιση — συνελίσσω — αεροκοπανώ — απορριπτέος — μαδερι — δεινόσαυρος — εκτοκίζω |
|||