Новогреческий словарь
διεπάγην
διεπάγην
παθ. αόρ. от διαπηγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διεπάγην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εφοδιοπομπή
—
λαβομάνο
—
σάματι
—
λαϊκισμός
—
νυκτοσκοπός
—
ματαιοδοξία
—
υποστύλωμα
—
υπερπροστατευτισμός
—
απολυτοσκούτι
—
προπαρασκευαστικός
—
τσαρδάκα
—
κλισιοσκόπιο
—
σερμαγιά
—
παρμετζάνα
—
συνδρομητής
—
αηδονάκι
—
μπήχνω
—
αμφορέας
—
φυγόμαχος
—
χειρουργώ
—
σκοτεινιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω