|
παθ. αόρ. от διαπηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διεπάγην? — — ψηφιοποιούμαι — ομολογητής — παραπίνω — απόκορμο — πετωνιά — βελούγα — εξαπλώνομαι — μαγαζιάτορας — σχετλιαστικός — κουσκουσούρης — οινογραφία — ίσχαιμος — λόρδος — χαζοφέρνω — ενορχηστρώνω — στρατά — τσαμπουνοτούμπακα — γνεθολογώ — εναρμονιστής — ιγνύς — γλυκόξανθος |
|||