Новогреческий словарь
πιθανολογώ
πιθανολογώ
:
πιθανολογειται... — [phrase]считается вероятным, возможным; думают(__,__) что возможно...[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πιθανολογώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κοθορισμένος
—
προλεταριακός
—
κακομιλώ
—
αλγηδών
—
δεχούμενος
—
ανεκρίζωτος
—
φαγεδαινισμός
—
επεβλήθην
—
φορώ
—
νυστέρι
—
πνευμονοθώρακας
—
αφερτός
—
κάλλιο
—
γομφίος
—
εξάρμοση
—
δακτυλόγραφος
—
μοσκατέλλο
—
ανασκοπώ
—
άξυλος
—
παννιάζω
—
λεπτόπους
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве