|
платёжный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово платёжный? — εξοφλητικός как с (ново)греческого переводится слово εξοφλητικός? — платёжный — χεροκρατώ — αυλητρίς — πολύφερνος — δίσκελο — πολύτιμα — μανούσι — χήρος — προεξοφλητέος — αγροκήπιο — κουτσονούρικος — φυτίνη — ετοιμόρροπος — καγκάβα — εξομώνω — ευδίαιοι — μισοανοικτός — λιβαδοπονία — μονήρης — νιμμένος — ανάγλυφα — αμπελόκηπος |
|||