|
το разг. 1) мел; 2) выгодный кредит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мел? — τεμπεσίρι как на (ново)греческом будет слово выгодный кредит? — τεμπεσίρι как с (ново)греческого переводится слово τεμπεσίρι? — мел, выгодный кредит — τσοντάρω — καρμίρα — λησμονητής — Γ — βρωμόνερο — δικαίως — χειρονόμος — μουνουχίζω — ανεμψύχωτος — απολέπισμα — προστακτικός — κοινολόγηση — ξενικός — υαλοτεχνία — ἀπογοήτευσις — υπογένεοτη — λαδομπογιατίζω — ημεροδείκτης — εκρηγνύω — άπνοια — διδασκαλικός |
|||