|
ο воен. ударник, боёк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ударник? — επικρουστήρας как на (ново)греческом будет слово боёк? — επικρουστήρας как с (ново)греческого переводится слово επικρουστήρας? — ударник, боёк — μισογραμματισμένος — σκανιάζομαι — νιάνιαρο — ενισμός — αντίπραξις — σφαίρα — μακεδονήσι — ελαιόλαδο — δουκικός — γουρουνόπετσος — φαλάφελ — μισοβράζω — επιμελούμαι — διπλώνω — κουφό — αντέτι — μαφία — παραφωτίδος — νεοπαγής — ματζουράνα — ασπρόμαυρος |
|||