|
спектральный; ~ή ανάλυση — спектральный анализ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спектральный? — φωτοφασματικός как с (ново)греческого переводится слово φωτοφασματικός? — спектральный — μεταχρωματίζω — μπαλσάμωμα — ακούμπισμα — σώμα — αρβυλάς — υπερμοιρία — ζωοτροφία — επίχειρον — μωσαϊκός — φούχτα — αρκουδόπουλο — μισανδρία — επανώδεμα — γιαράς — διαξύλωση — κωλοβρέχτης — εξηνταβελόνισσα — μανιακός — πυροσβεστικός — αγελαδινός — εικαστικός |
|||