Новогреческий словарь
γραμματισμένος
γραμματισμέν|ος
грамотный, образованный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грамотный
? —
γραμματισμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
образованный
? —
γραμματισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γραμματισμένος
? — грамотный, образованный
#
(ново)греческий словарь
—
κρεατερός
—
εκβιβάζω
—
ηλεκτρόλυση
—
πορτίτσα
—
διασπωμαι
—
φιλοποσία
—
κολαστήριο
—
αντιβοώ
—
ξελαφρωμένος
—
ανάζωστος
—
εμπειρικός
—
σταλίζω
—
κυματισμός
—
λιμεναρχώ
—
οικοκύρης
—
μονότερμα
—
αποφασιστικότητα
—
μονόξυλο
—
εκλογιμότητα
—
ανταιτιώμαι
—
λείψανο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,