Новогреческий словарь
ανατολικός
ανατολικός
восточный
;
άνεμος ~ — восточный ветер
;
~ό ημισφαίριο — восточное полушарие
;
~ή πολιτική τού (τής)... — восточная политика такого-то
;
τό παράθυρο μου είναι ~ό — [phrase]моё окно выходит на восток[/phrase]
;
===
~ό ζήτημα — хлопотливое, трудное, важное дело
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
восточный
? —
ανατολικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανατολικός
? — восточный
#
(ново)греческий словарь
—
πρωθιέρεια
—
πέρδικα
—
νιαουρίζω
—
νυμφοστολίζω
—
ακουλλούριαστος
—
μορφογονία
—
στριμμένος
—
μακρήγορος
—
τραχειακός
—
ξενοφοβία
—
αστήρ
—
δεκαεπταετία
—
τηλέμετρο
—
απαξιωτικός
—
ακαμίνευτος
—
ξεκλείδωμα
—
μοιραστής
—
φίλιωμα
—
νιτροποίηση
—
ναυπηγώ
—
καβαλλώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве