ολοθύμως

формы словаβ
ολοθύμως



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ολοθύμως? —


σαρακοστεύωαγουρογίνομαιδικτατορείαπιοτίεμπνευστήςκουτιαίνωστουφλέκααναδιπλώερινεόντριγενήςαργοπόριαβασίζομαιεπιρράπτωΜαγιάπριλογδύσιμοψωροπερηφάνιαφαγάςβιολετήςσκοτοδινίασιςανηφόρασμιλεύω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit