|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ολοθύμως? — — σαρακοστεύω — αγουρογίνομαι — δικτατορεία — πιοτί — εμπνευστής — κουτιαίνω — στουφλέκα — αναδιπλώ — ερινεόν — τριγενής — αργοπόρια — βασίζομαι — επιρράπτω — Μαγιάπριλο — γδύσιμο — ψωροπερηφάνια — φαγάς — βιολετής — σκοτοδινίασις — ανηφόρα — σμιλεύω |
|||