|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οβελίζω? — — προστυχιά — αναρριχητικός — αντεπιστέλλω — διαβασμένος — σμπαραλιάζω — νοτισμός — αγγλοφιλία — Κρητικιά — σοκακού — αμια — βούβαλος — γλυκοξημέρωμα — μάππας — θρήνος — νιτρώδης — προσφυγόπουλα — αμυδρώς — μονοπωλώ — προσφυγή — υπερκάθαρση — τσαπίζω |
|||