|
двадцатый; άγω τό ~όν έτος — [phrase]мне идёт двадцатый год[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двадцатый? — εικοστός как с (ново)греческого переводится слово εικοστός? — двадцатый — ευδιαλυτότητα — αγριάγκαθο — σειρίς — υποσιτίζομαι — ξυπώ — παζάρευμα — χώνευμα — επιτελίδα — λωβιάρης — μπούκοτάζ — νυχτώνομαι — ψαράδικος — αβάσκαντο — σακοράφα — πανί — χαμαιπετής — ταπεινοφρόνως — μοιρολογώ — κιτρικός — ηλεκτρομηχανική — λάου-λάου |
|||